psiĥologio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- psiĥologio < psiĥologi- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psiĥologio | psiĥologioj |
αιτιατική | psiĥologion | psiĥologiojn |
psiĥologio (eo)