punch line
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
punch line | punch lines |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
punch line (en)
- άλλη μορφή του punchline
ενικός | πληθυντικός |
punch line | punch lines |
punch line (en)