pétiole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pétiole | pétioles |
pétiole (fr) αρσενικό
- ο μίσχος
Δείτε επίσης : petiole, pétiolé |
ενικός | πληθυντικός |
pétiole | pétioles |
pétiole (fr) αρσενικό