query
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]query (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]query (en)
- (βάσεις δεδομένων) η ενέργεια της αναζήτησης πληροφοριών από βάση δεδομένων με την χρήση των κατάλληλων εντολών (πχ. select ... from ... )
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία](πληροφορική)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
query στην αγγλική Βικιπαίδεια