quite a lot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
quite a lot (en)
- (ιδιωματισμός) αρκετός, μεγάλος αριθμός ή ποσότητα κάτι
- ↪ Quite a lot of people gathered at the event.
- Στην εκδήλωση μαζεύτηκε αρκετός κόσμος.
- ↪ These days I earn quite a lot of money.
- Τώρα πια κερδίζω αρκετούτσικα χρήματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την έκφραση quite a few
- ↪ Quite a lot of people gathered at the event.