régime
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
régime | régimes |
régime (fr) αρσενικό
- το καθεστώς
- το διαιτολόγιο
- η μεταχείριση