régional
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- régional < région
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | régional | régionaux |
θηλυκό | régionale | régionales |
régional (fr)
- περιφερειακός, που αφορά μια γεωγραφική περιφέρεια