rațional
Εμφάνιση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rațional < (λόγιο δάνειο) γαλλική rationnel< λατινική rationalis
Επίθετο
[επεξεργασία]rațional (ro)
Επίρρημα
[επεξεργασία]rațional (ro)