rabisto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rabisto | rabistoj |
αιτιατική | rabiston | rabistojn |
rabisto (eo)
- ο ληστής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rabisto | rabistoj |
αιτιατική | rabiston | rabistojn |
rabisto (eo)