rajto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rajto | rajtoj |
αιτιατική | rajton | rajtojn |
rajto (eo)
- la homaj rajtoj, τα ανθρώπινα δικαιώματα