rampart
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rampart (en)
- φυσικό ή τεχνητό προτείχισμα
- προστατευτικός φράχτης
- αυτό που παρέχει προφύλαξη από απειλή ή εισβολή
- (συνήθως στον πληθυντικό) απότομη όχθη ποταμού ή χαράδρα
Ρήμα
[επεξεργασία]rampart (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Google definitions - rampart (απ' το γραναζάκι πάνω δεξιά επιλέγεις αγγλικά)
- fraise