reactivation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
reactivation < reactivate < re + activate
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reactivation (en)
- η επαναδραστηριοποίηση, η έγερση από την αδράνεια, η επανενεργοποίηση