realty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (νομικός όρος) το ακίνητο
- ↪ I am investing in realty.
- Κάνω τοποθέτηση χρημάτων σε ακίνητα.
- ≈ συνώνυμα: real estate
- ↪ I am investing in realty.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- realty στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- realty - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 24. ISBN 9780194325684., λήμμα: ακίνητο