realtor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
realtor | realtors |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]realtor (en)
- (αμερικανικά αγγλικά, επάγγελμα) ο μεσίτης ακινήτων, ο κτηματομεσίτης
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο real estate agent