recondite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- recondite < λατινική reconditus < recondo < re- + condo
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈrɛk(ə)ndʌɪt/
Επίθετο[επεξεργασία]
recondite (en)