απόκρυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόκρυφος < αρχαία ελληνική ἀπόκρυφος (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική occulte)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.kɾi.fos/
Επίθετο[επεξεργασία]
απόκρυφος, -η, -ο
- που τον κρατούν κρυμμένο, κρυφό, μυστικό
- άλλη μορφή του αποκρυφιστικός
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για τα απόκρυφα ευαγγέλια ή βιβλία