απόκρυφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | απόκρυφα | ||
γενική | των | αποκρύφων | ||
αιτιατική | τα | απόκρυφα | ||
κλητική | απόκρυφα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- απόκρυφα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απόκρυφος στον πληθυντικό < αρχαία ελληνική ἀπόκρυφος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.kɾi.fa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐κρυ‐φα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόκρυφα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι μυστικοί ή κρυμμένοι τόποι
- τα κρυφά σημεία και οι μυστικές λεπτομέρειες
- (θρησκεία) τα Απόκρυφα Ευαγγέλια/βιβλία, ψευδεπίγραφα αρχαία κείμενα αποκλεισμένα από τον Κανόνα
- (γενικότερα) μη αποδεκτά δεδομένα, βιβλία ή κείμενα από κάποια αρχή ως επίσημα ή αυθεντικά είτε ως προς την χρονολογία και τους συγγραφείς, είτε ιδεολογικά/νοηματικά
- (ευφημισμός) τα απόκρυφα (μέρη, σημεία) του σώματος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυστικοί τόποι
ευφημισμός για τα γεννητικά όργανα
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- απόκρυφα < απόκρυφ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
απόκρυφα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίρρημα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ευφημισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)