recover
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
recover (en)
- καλύπτω ξανά, ξανασκεπάζω
- συνέρχομαι από αρρώστια, αναρρώνω
- ξανακερδίζω κάτι, ανακτώ
recover (en)