Μετάβαση στο περιεχόμενο

regret

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας regret
γ΄ ενικό ενεστώτα regrets
αόριστος regretted
παθητική μετοχή regretted
ενεργητική μετοχή regretting

regret (en)

  1. μετανιώνω, λυπάμαι για κάτι που έχω κάνει ή για κάτι που δεν κατάφερα να κάνω
      I don’t regret the life I chose.
    Δε μετανιώνω για τη ζωή που διάλεξα.
      Didn’t you regret resigning?
    Δεν το μετάνιωσες που παραιτήθηκες;
      I regretted it bitterly.
    Το μετάνιωσα πικρά.
      He showed that he regretted what he said.
    Έδειξε ότι μετάνιωσε για ό,τι είπε.
      You’ll regret it one day but it’ll be too late.
    Θα το μετάνιωσες μια μέρα αλλά θα 'ναι πολύ αργά.
      I regret the missed opportunities.
    Μετανιώνω για τις χαμένες ευκαιρίες.
      I don’t regret anything./I regret nothing.
    Δεν μετανιώνω για τίποτα.
  2. (επίσημο) λυπάμαι, χρησιμοποιείται για να πει με ευγενικό ή επίσημο τρόπο ότι λυπάμαι για μια κατάσταση
      We regret the inconvenience caused to you.
    Λυπούμαστε για την αναστάτωση που σας προκάλεσε.
      I regret that I can’t help.
    Λυπάμαι που δεν μπορώ να βοηθήσω.
      I very much regret it but I can’t come.
    Λυπάμαι πολύ αλλά δεν μπορώ να έλθω.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
regret regrets

regret (fr) αρσενικό