relo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- relo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | relo | reloj |
αιτιατική | relon | relojn |
relo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | relo | reloj |
αιτιατική | relon | relojn |
relo (eo)