rendevuo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rendevuo < γαλλική rendez-vous (ραντεβού)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rendevuo | rendevuoj |
αιτιατική | rendevuon | rendevuojn |
rendevuo (eo)
- το ραντεβού