Μετάβαση στο περιεχόμενο

reparation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
reparation reparations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reparation (en)

  1. επανόρθωση
  2. αποζημίωση
    war reparations - πολεμικές αποζημιώσεις
  3. αποκατάσταση (επιδιόρθωση)
    the reparation of the highway