reprise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reprise (en)
- επανάληψη (μουσικού μοτίβου σε σύνθεση ή γενικότερα επανάληψη σε οτιδήποτε)
Ρήμα[επεξεργασία]
reprise (en)
- επαναλαμβάνω (μουσικό μοτίβο σε σύνθεση ή γενικότερα επαναλαμβάνω οτιδήποτε)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reprise | reprises |
reprise (fr) θηλυκό
- η επανάληψη, το ριμέικ, η επανεκκίνηση
- το μπάλωμα
- η ανακατάληψη
- η ανάκαμψη