requirement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
requirement (en)
- απαίτηση, κάτι που απαιτείται, είναι αναγκαίο ή υποχρεωτικό
- ↪ good knowledge of English is a requirement to get a good job
- προαπαιτούμενο, -α, απαίτηση, κάτι που απαιτείται προκειμένου να εκτελεστεί σωστά μια εργασία
- ↪ your computer does not meet the minimal requirements to execute this program
- ※ If your computer meets the minimum requirements but does not meet the suggested requirements, the program is going to work, but it may be slow [1]
- Εάν ο υπολογιστής σας πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις αλλά δεν πληροί τις προτεινόμενες απαιτήσεις, το πρόγραμμα θα λειτουργήσει, αλλά μπορεί να είναι αργό (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) What if my computer doesn't meet the system requirements?. Πρόσβαση 2021-06-16.