require
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | require |
γ΄ ενικό ενεστώτα | requires |
αόριστος | required |
παθητική μετοχή | required |
ενεργητική μετοχή | requiring |
Ρήμα
[επεξεργασία]- απαιτώ, χρειάζομαι κάτι, εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι
- απαιτώ, χρειάζομαι, αναγκάζω κάποιον να κάνει ή να έχει κάτι, ειδικά επειδή είναι απαραίτητο σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο νόμο ή ένα σύνολο κανόνων
- ↪ I’ve done everything required by law.
- Έκανα καθετί που απαιτεί ο νόμος.
- ↪ It is clear that strict measures are required.
- Είναι φανερό ότι απαιτούνται αυστηρά μέτρα.
- ↪ No registration is required.
- Δεν χρειάζεται εγγραφή.
- ↪ I’ve done everything required by law.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- require - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 88-89. ISBN 9780194325684., λήμμα: απαιτώ