Μετάβαση στο περιεχόμενο

reunion

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
reunion reunions

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reunion < re- + union

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reunion (en)

  1. η συγκέντρωση, μια κοινωνική περίσταση ή πάρτι για μια ομάδα ανθρώπων που δεν έχουν δει ο ένας τον άλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα
      a class reunion - συγκέντρωση παλιών συμμαθητών
  2. η επανένωση