revitalize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

revitalize (en) και revitalise

  1. αναζωογονώ, δίνω ξανά ζωή, ενέργεια, εγείρω ή ξυπνάω κάποιον από την αδράνεια, δίνω νέα πνοή
  2. ανασταίνω οικονομικα μια επιχείρηση, περιοχή, εκσυγχρονίζω


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]