rezigno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rezigno < rezign + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rezigno rezignoj
αιτιατική rezignon rezignojn

rezigno (eo)

la ĉefministro anoncas sian rezignon
ο πρωθυπουργός ανακοινώνει την παραίτησή του