Μετάβαση στο περιεχόμενο

rocking-chair

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
rocking-chair rocking-chairs

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rocking-chair < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) αγγλική rocking chair

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rocking-chair (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • rocking-chair - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online