berceuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
berceuse <(άμεσο δάνειο) γαλλική berceuse

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

berceuse (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɛʁ.søz/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
berceuse berceuses

berceuse (fr) θηλυκό

  1. (μουσική) το τραγούδι για το νανούρισμα
  2. (κατ’ επέκταση) το κομμάτι μουσικής του οποίου ο ρυθμός θυμίζει ένα νανούρισμα
  3. η κουνιστή καρέκλα
     συνώνυμα: rocking-chair

Συγγενικά

[επεξεργασία]