berceuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- berceuse <(άμεσο δάνειο) γαλλική berceuse
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]berceuse (en)
- νανούρισμα (τραγούδι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
berceuse | berceuses |
berceuse (fr) θηλυκό
- (μουσική) το τραγούδι για το νανούρισμα
- (κατ’ επέκταση) το κομμάτι μουσικής του οποίου ο ρυθμός θυμίζει ένα νανούρισμα
- η κουνιστή καρέκλα