ruiniga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ruiniga < ruin + -ig- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ruiniga ruinigaj
αιτιατική ruinigan ruinigajn

ruiniga (eo)

la ciklono estis tre ruiniga - ο κυκλώνας ήταν πολύ καταστρεπτικός