ruin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ruin | ruins |
ruin (en)
- το ερείπιο
- (μη μετρήσιμο) η καταστροφή, το ότι δεν έχω χρήματα, έχω χάσει τη δουλειά, τη θέση μου κτλ.
- ⮡ Drinking contributed to his ruin.
- Το πιοτό συνέβαλε στην καταστροφή του.
- ⮡ Drinking contributed to his ruin.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | ruin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ruins |
αόριστος | ruined |
παθητική μετοχή | ruined |
ενεργητική μετοχή | ruining |
ruin (en)
- χαλάω, καταστρέφω, προκαλώ ζημιά σε κάτι τόσο πολύ που χάνει όλη του την αξία, την ευχαρίστηση κτλ.
- ⮡ This incident ruined my mood.
- Αυτό το περιστατικό μου χάλασε τη διάθεση.
- ⮡ What can ruin a romantic dinner?
- Τι μπορεί να καταστρέψει ένα ρομαντικό δείπνο;
- ⮡ This incident ruined my mood.
- καταστρέφω, κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει όλα του τα χρήματα, τη θέση του κτλ.
- ⮡ He got mixed up in politics and was ruined.
- Μπερδεύτηκε με τα πολιτικά και καταστράφηκε.
- ⮡ He got mixed up in politics and was ruined.