ruisselant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ruisselant < ruisseler
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ruisselant | ruisselants |
θηλυκό | ruisselante | ruisselantes |
ruisselant (fr)