réservataire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- réservataire < λατινική reservatus
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁe.zɛʁ.va.tɛʁ/
Επίθετο[επεξεργασία]
réservataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) χρησιμοποιείται μόνο σ' αυτή την έκφραση:
- héritier réservataire - κληρονόμος που δεν είναι δυνατό να αποκληρωθεί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
réservataire (fr) αρσενικό
- (νομικός όρος) χρησιμοποιείται μόνο σ' αυτή την έκφραση:
- le réservataire - κληρονόμος που δεν είναι δυνατό να αποκληρωθεί