sábadu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αστουριανά (ast)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sábadu < εκκλησιαστική λατινική sabbatum < αρχαία ελληνική σάββατον < εβραϊκή שַׁבָּת (shabát)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sábadu αρσενικό (πληθυντικός sábados)