Σάββατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σάββατο | τα | Σάββατα |
γενική | του | Σαββάτου & Σάββατου |
των | Σαββάτων |
αιτιατική | το | Σάββατο | τα | Σάββατα |
κλητική | Σάββατο | Σάββατα | ||
Και λαϊκότροπο Σαββάτο. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σάββατο < ελληνιστική κοινή σάββατον < εβραϊκή שבת (šabbāṯ) (σταματώ να εργάζομαι, σταματώ) < ακκαδική 𒊭𒉺𒌅 (šapattu: η ημέρα στη μέση ενός μήνα)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σάββατο ουδέτερο και Σαββάτο
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Σάββατο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σάββατο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ακκαδικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μέρες της εβδομάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)