ψυχοσάββατο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχοσάββατο τα ψυχοσάββατα
      γενική του ψυχοσάββατου των ψυχοσάββατων
    αιτιατική το ψυχοσάββατο τα ψυχοσάββατα
     κλητική ψυχοσάββατο ψυχοσάββατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχοσάββατο < ψυχο- + Σάββατο. Συγκρίνετε με έκφραση στη μεσαιωνική ελληνική Σάββατον ψυχῶν[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psi.xoˈsa.va.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χο‐σάβ‐βα‐το

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψυχοσάββατο / Ψυχοσάββατο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]