ségrégatif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό ségrégatif ségrégatifs
θηλυκό ségrégative ségrégatives

ségrégatif (fr)