sònntag

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Sonntag

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sònntag < μέση άνω γερμανική sunnentac < παλαιά άνω γερμανική sunnuntag < πρωτογερμανική *sunnōniz dagaz, μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική diēs Sōlis (ημέρα του Ήλιου)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sònntag αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • “sònntag” στο Patuzzi, Umberto, επιμ., (2013) Ünsarne Börtar, Luserna, Italy: Comitato unitario delle linguistiche storiche germaniche in Italia / Einheitskomitee der historischen deutschen Sprachinseln in Italien