saŭco
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- saŭco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saŭco | saŭcoj |
αιτιατική | saŭcon | saŭcojn |
saŭco (eo)
- η σάλτσα