sabado
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης
:
sábado
,
Sábado
,
sabato
Αραγονικά
(an)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
sabado
<
λατινική
sabbatum
<
αρχαία ελληνική
σάββατον
<
εβραϊκή
שַׁבָּת
(
shabát
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
sabado
(an)
αρσενικό
(
ημέρα
)
Σάββατο
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αραγονικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αραγονικά)
Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (αραγονικά)
Αραγονική γλώσσα
Ουσιαστικά (αραγονικά)
Μέρες της εβδομάδας (αραγονικά)
Αντίστροφο λεξικό (αραγονικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Aragonés
Asturianu
Azərbaycanca
English
Eesti
Euskara
Français
Gàidhlig
Galego
Magyar
Íslenska
Italiano
日本語
Кыргызча
Lëtzebuergesch
Latviešu
Nederlands
Polski
Português
Русский
Sängö
Svenska
Türkçe
中文