sabre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- σπαθί με μεγάλη λαβή που προστατεύει το εξωτερικό μέρος των δακτύλων, συνήθως ελαφρά κυρτό και με μια κόψη, η σπάθη
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sabre | sabres |
sabre (fr) αρσενικό
- το σπαθί