sabre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/0/0b/MuseeMarine-sabreOfficer-p1000451.jpg/220px-MuseeMarine-sabreOfficer-p1000451.jpg)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- σπαθί με μεγάλη λαβή που προστατεύει το εξωτερικό μέρος των δακτύλων, συνήθως ελαφρά κυρτό και με μια κόψη, η σπάθη
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sabre | sabres |
sabre (fr) αρσενικό
- το σπαθί