safiro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | safiro | safiroj |
αιτιατική | safiron | safirojn |
safiro (eo)
- (ορυκτολογία) το ζαφείρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | safiro | safiroj |
αιτιατική | safiron | safirojn |
safiro (eo)