ζαφείρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαφείρι | τα | ζαφείρια |
γενική | του | ζαφειριού | των | ζαφειριών |
αιτιατική | το | ζαφείρι | τα | ζαφείρια |
κλητική | ζαφείρι | ζαφείρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζαφείρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαφείρι(ν) < ζάφειρος < ελληνιστική κοινή σάπφειρος < σημιτικής προέλευσης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζαφείρι ουδέτερο
- πολύτιμος λίθος με ποικίλες αποχρώσεις του γαλανού
- (συνεκδοχικά) καθετί που έχει το χρώμα του ζαφειριού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζαφείρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σημιτικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)