ζαφειρόπετρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαφειρόπετρα θηλυκό
- (κόσμημα) το πετράδι απο ζαφείρι σε ένα δαχτυλιδι ή άλλο κόσμημα
- ※ Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ' είναι η μέρα,
κ' η Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.- Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά (1886–1910), Λόγος έβδομος
(Επίσκεψη του Βασιλείου Β΄στην Παναγία Αθηνιώτισσα του Παρθενώνα)
- Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά (1886–1910), Λόγος έβδομος
- ※ Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ' είναι η μέρα,
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαφειρόπετρα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ζαφειρόπετρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'πέτρα' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κοσμήματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)