ζαφειρόπετρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαφειρόπετρα οι ζαφειρόπετρες
      γενική της ζαφειρόπετρας
    αιτιατική τη ζαφειρόπετρα τις ζαφειρόπετρες
     κλητική ζαφειρόπετρα ζαφειρόπετρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαφειρόπετρα < ζαφείρ(ι)+ -ό- + πέτρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαφειρόπετρα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]