διαμαντόπετρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμαντόπετρα οι διαμαντόπετρες
      γενική της διαμαντόπετρας
    αιτιατική τη διαμαντόπετρα τις διαμαντόπετρες
     κλητική διαμαντόπετρα διαμαντόπετρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δαχτυλίδι με τρεις διαμαντόπετρες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμαντόπετρα < διαμάντ(ι) + -ό- + πέτρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαμαντόπετρα θηλυκό

  1. (κόσμημα) διαμάντι που το έχουν κατεργαστεί και το έχουν προσαρμόσει σε κόσμημα
  2. (συνεκδοχικά) ένα τέτοιο κόσμημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]