saisissant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- saisissant < saisir
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | saisissant | saisissants |
θηλυκό | saisissante | saisissantes |
saisissant (fr)