saisir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
saisir (fr)
- (νομικός όρος) κατάσχω, αρπάζω, πιάνω
- (μεταφορικά) (οικείο) καταλαβαίνω, « μπαίνω στο νόημα »
- τσιγαρίζω
- καταχωρώ πληροφορίες σε κομπιούτερ, πληκτρολογώ