κατασχετήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασχετήριος < κατάσχε(σις, -ση) + -τήριος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.sçe.ˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐σχε‐τή‐ρι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
κατασχετήριος, -α, -ο
- (νομικός όρος) που έχει σχέση με την κατάσχεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη κατασχετήριο (νομικός όρος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κατάσχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασχετήριος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήριος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)