salajro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salajro | salajroj |
αιτιατική | salajron | salajrojn |
salajro (eo)
- ο μισθός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salajro | salajroj |
αιτιατική | salajron | salajrojn |
salajro (eo)